ταμιτζάνα

ταμιτζάνα
ταμιτζάνα, η και νταμιτζάνα, η
(λ. ιταλ.), μεγάλο γυάλινο δοχείο τυλιγμένο με καλαθόπλεγμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”